- υψηλοφροσύνη
- η1. το να είναι κανείς υψηλόφρονας (βλ. λ.), γενναιοφροσύνη, μεγαλοψυχία, ιπποτισμός.2. αλαζονεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υψηλοφροσύνη — η / ὑψηλοφροσύνη, ΝΜΑ [ὑψηλόφρων] το να είναι κανείς υψηλόφρων, γενναιοφροσύνη … Dictionary of Greek
κερουτιασμός — κερουτιασμός, ὁ (Μ) [κερουτιώ] υψηλοφροσύνη, έπαρση … Dictionary of Greek
μεγαλουχία — (Α) [μεγαλούχος] (κατά τον Ησύχ.) «μεγαλαυχία, ὑψηλοφροσύνη» … Dictionary of Greek
περήφανος — η, ο 1. ο υπερήφανος, αυτός που πιστεύει στην ηθική αξία τού εαυτού του ή κάποιου άλλου προσώπου ή πράξης που συνδέονται στενά με αυτόν και εκφράζει αυτήν την πίστη ως αξιοπρέπεια και υψηλοφροσύνη 2. αυτός που φέρεται αλαζονικά στους άλλους και… … Dictionary of Greek
περηφάνια — η, ΝΜ [περήφανος] η υπερηφάνεια, η ιδιότητα ή η εκδήλωση τού περήφανου, ηθική στάση που απορρέει από την πίστη και την αγάπη στον εαυτό μας ή σε κάτι που έχει σχέση με αυτόν και εκδηλώνεται ως αξιοπρέπεια και υψηλοφροσύνη ή, όταν είναι υπερβολική … Dictionary of Greek
υπερήνωρ — και δωρ. τ. ὑπεράνωρ, ορος, ὁ, ἡ, Α 1. ὑπερηνορέων* 2. (για ψυχικές ιδιότητες) αυτός που ενέχει ή δηλώνει ανδρεία, υψηλοφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ήνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. ἀντ ήνωρ] … Dictionary of Greek
υψίνοια — η, Ν υψηλοφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < υψίνους. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Θ. Μανούση] … Dictionary of Greek
υψίνους — ουν / ὑψίνους, ουν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. ὑψίνοος, ον, Α υψηλόφρων νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το υψίνουν υψίνοια, υψηλοφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + νόος / νοῦς (πρβλ. πολύ νους)] … Dictionary of Greek
υψηλοφρονία — ἡ, Α [ὑψηλόφρων, ονος] υψηλοφροσύνη … Dictionary of Greek
Λουκίλιος — (Gaius Lucilius, Καζέρτα 180 – Νάπολη 103/2 π.Χ.). Ρωμαίος ποιητής. Θεωρείται ο θεμελιωτής της ρωμαϊκής σάτιρας. Καταγόμενος από οικογένεια ευγενών, διέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα στη Ρώμη. Υπήρξε φίλος του Σκιπίωνα Αιμιλιανού, ενώ… … Dictionary of Greek